- ἐπαγρύπνως
- ἐπάγρυπνοςwakefuladverbialἐπάγρυπνοςwakefulmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάγρυπνος — ἐπάγρυπνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος 2. ακοίμητος, προσεκτικός. επίρρ... έπαγρυπνως άγρυπνα, με επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
ԱՐԹՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0354 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑγρηγορότως, ἁγρύπνως vigilanter, ἑπαγρύπνως pervigili studio Արթուն գոլով. իբրեւ արթուն. արթնութեամբ. *Զուարթութեամբ եւ արթնաբար քեզ առաջի կալով. Բրս. հայեաց.: *(Դէտն) այսր անդր շրջահայեաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)